- συναποστατώ
- -έω, Μ [συναποστάτης]1. στασιάζω μαζί με άλλον2. (μτβ.) υποκινώ κάποιον να στασιάσει μαζί μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναποστασιάζω — Μ συναποστατῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποστασιάζω «αποστατώ»] … Dictionary of Greek